βεργολυγίζω

βεργολυγίζω
και βεργολυγώ (-άω)
1. λυγίζω σαν βέργα
2. υποκλίνομαι ταπεινά
3. ακκίζομαι, κάνω νάζια και κουνήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βεργολυγίζω — ύγισα,και βεργολυγώ ύγησα, λυγίζω σαν βέργα: Έχει μέση σαν δαχτυλίδι που βεργολυγίζει καθώς χορεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”